- χωρίζω
- ΝΜΑ1. θέτω χωριστά, απομακρύνω κάποιον ή κάτι από άλλους ή άλλα (α. «χώρισα τα παιδιά για να μην τσακώνονται» β. «χωρίζουσι δ' ἀλλήλων λόγους», Ευρ.)2. διασπώ κάτι το ενιαίο, διαιρώ (α. «δεν μπορείς να χωρίσεις το σώμα από την ψυχή» β. «χώρισε το ψωμί σε τέσσερα κομμάτια» γ. «μὲ μιὰν σπαθιὰν τῆς χώρισε τὸ σῶμα εἰς δύω κομμάτια», Αραβ. Μυθ. Χαλ.δ. «τὸ χωρίζειν ὅτι μάλιστα ἀπὸ τοῦ σώματος τὴν ψυχήν», Πλάτ.)3. (για συζύγους) διαζευγνύομαι, παύω να συνδέομαι με τα δεσμά τού γάμου, παίρνω διαζύγιο4. (το αρσ. πληθ. μτχ. ενεργ. ενεστ, ως ουσ.) οι χωρίζοντεςγραμμ. γραμματικοί τής Αλεξανδρινής Εποχής που απέδιδαν την Ιλιάδα και την Οδύσσεια σε διαφορετικούς συγγραφείς, λόγω μερικών διαφορών μεταξύ τών δύο επών5. μέσ. χωρίζομαιαποχωρίζομαι (α. «την σάρκα μου να χωρισθώ για να τόν ακολουθήσω», Σολωμ.β. «τούτου δὲ χωρισθεῑσ' ἐγὼ μὲν ὄλλυμαι», Ευρ.)νεοελλ.1. κατανέμω, διαμοιράζω («χώρισε την περιουσία του»)2. διακόπτω συνεργασία ή συνεταιρισμό3. αποχωρίζομαι κάποιον, τόν αφήνω και φεύγω («χώρισα με τη φίλη μου στις 2.00 τα μεσάνυχτα»)4. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) χωρισμένος, -η, -οαυτός που έχει πάρει διαζύγιο, διαζευγμένοςμσν.-αρχ.διακρίνω, ξεχωρίζω (α. «φύσεως γὰρ τὸ εὐγενὲς χωρίζει ἡ καρδία», Διγεν. Ακρ.β. «οὐκοῡν ὁ μὲν μὴ χωρίζων λόγος ἡδύ τε καὶ δίκαιον καὶ ἀγαθόν τε», Πλάτ.)αρχ.1. εκκλ. αποκλείω από την κοινωνία, αφορίζω2. (με απρμφ.) τοποθετώ σε έναν χώρο, φέρνω κάτι σε μια θέση («τὴν δ' ἐπὶ τῷ μέσῳ ἐχώρισεν ἕπεσθαι», Ξεν.)3. παθ. α) διαφέρω, είμαι διαφορετικόςβ) αναχωρώ, απέρχομαι.[ΕΤΥΜΟΛ. < χώρα / χώρος. Η αρχική σημ. τού ρ. ήταν στην αρχαία ελλ. «τοποθετώ κάτι σε έναν χώρο, σε μια θέση», από όπου, μτγν., το ρ. χρησιμοποιήθηκε με τη σημ. «τοποθετώ κάτι χωριστά, σε ξεχωριστό μέρος από κάτι άλλο, διασπώ, διακρίνω, ξεχωρίζω» (πρβλ. χωρίς «άνευ, χωριστά»)].
Dictionary of Greek. 2013.